λευκοιον

λευκοιον
    λευκόϊον
    λευκό-ϊον
    τό левкой (Matthiola incana) Arst., Theocr., etc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "λευκοιον" в других словарях:

  • λευκόιον — λευκόϊον , λευκόιον white violet neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Leucojum — Leucojum …   Wikipédia en Français

  • Левкой — ? Левкой …   Википедия

  • Leucojum — vern …   Wikipédia en Français

  • λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… …   Dictionary of Greek

  • λευκόινος — λευκόϊνος, ΐνη, ον και λευκόϊος, ον (Α) [λευκόϊον] 1. (για στεφάνι) ο κατασκευασμένος από λευκά ία 2. λευκός …   Dictionary of Greek

  • λευκόιο — (Leukojum). Γένος μονοκοτυλήδονων φυτών, της οικογένειας των αμαρυλλίδων. Το λ. είναι βολβόριζη πόα με χιτωνοφόρο βολβό, ύψους 10 20 εκ., παράριζα, στενά και γραμμοειδή φύλλα και λεπτό στέλεχος με λευκά άνθη, τα οποία έχουν έξι ωοειδή, ισομεγέθη… …   Dictionary of Greek

  • λευκοίοις — λευκοΐοις , λευκόιον white violet neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκοίου — λευκοΐου , λευκόιον white violet neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκοίων — λευκοΐων , λευκόιον white violet neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκοίῳ — λευκοΐῳ , λευκόιον white violet neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»